- δίοψις
- δίοψιςa view throughfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίοψις — δίοψις, η (A) [όψις] 1. κοίταγμα μέσα από κάτι 2. διαύγεια, διαφάνεια 3. εξέταση, θεωρία, σκέψη … Dictionary of Greek
δίοψιν — δίοψις a view through fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόψεως — διόψεω̆ς , δίοψις a view through fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)